- ταχυδρομικός
- -ή, -ό, θηλ. και ταχυδρομικός, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταχυδρομείο (α. «ταχυδρομικό κατάστημα» β. «ταχυδρομικός υπάλληλος»)2. αυτός που αποστέλλεται με το ταχυδρομείο («ταχυδρομική επιταγή» — χρηματικό έμβασμα που διαβιβάζεται με το ταχυδρομείο)3. αυτός που διενεργείται από το ταχυδρομείο («ταχυδρομική μεταφορά»)4. αυτός διά μέσου τού οποίου μεταφέρεται το ταχυδρομείο (α. «ταχυδρομική άμαξα» β. «ταχυδρομικό περιστέρι»)5. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο και η ταχυδρομικόςυπάλληλος τού ταχυδρομείου6. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ταχυδρομικάτα τέλη που πληρώνει κανείς για την αποστολή ενός αντικειμένου με το ταχυδρομείο7. φρ. α) «ταχυδρομικό ταμιευτήριο» — βλ. ταμιευτήριοβ) «ταχυδρομικό σύστημα» — ο, σχεδόν πάντοτε υπό τον έλεγχο τού δημοσίου, θεσμός ο οποίος επιτρέπει σε κάθε άνθρωπο να στέλνει ένα γράμμα ή δέμα σε οποιονδήποτε παραλήπτη, στη χώρα του ή στο εξωτερικό, με την προσδοκία ότι αυτό θα διαβιβαστεί σύμφωνα με προκαθορισμένα χαρακτηριστικά ταχύτητας, τακτικότητας και ασφάλειαςγ) «ταχυδρομική διεύθυνση» — το σύνολο τών στοιχείων που πρέπει να αναγράφονται σε ένα ταχυδρομικό αντικείμενο ώστε αυτό να φτάσει στον παραλήπτη με ταχύτητα και ακρίβεια, όπως είναι το όνομα τού παραλήπτη, η διεύθυνση, ο τόπος προορισμού και η χώρα προορισμούδ) «ταχυδρομικός διανομέας» — υπάλληλος τού ταχυδρομείου που διανέμει την ταχυδρομική αλληλογραφίαε) «ταχυδρομικό πλοίο» — παλαιά ονομασία για το επιβατηγό πλοίο που ήταν επιφορτισμένο και με τη μεταφορά αλληλογραφίαςστ) «ταχυδρομικό κέρας»μουσ. πνευστό μουσικό όργανο από μέταλλο, μέλος τής οικογένειας τού κόρνου, το οποίο χρησιμοποιήθηκε πολύ από τον Μπαχ και τον Μότσαρτ.επίρρ...ταχυδρομικώς και ταχυδρομικά Νμε το ταχυδρομείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυδρόμος + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Νικόλ. Παπαδόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.